ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyönyörűség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyönyörűség

απόλαυση

ευχαρίστηση

ευχαρίστηση (eucharístēsē) , απόλαυση (apolafsē) , τέρψη (terpse) , ηδονή (hedoné)

ηδονή

μικροχαρά

τέρψη

Το ιστορικό σας