ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyógyászat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyógyászat

θεραπεία◼◼◼

gyógyászati

ιατρικός◼◼◼

θεραπευτικός◼◼◻

bőrgyógyászat

δερματολογία◼◼◼

elmegyógyászat

ψυχιατρική◼◼◼

ideggyógyászat

νευρολογία◼◼◼

gyógyászat

γυναικολογία◼◼◼

ökogyermekgyógyászat

οικολογική παιδιατρική

Το ιστορικό σας