ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gaz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
igazságszolgáltatás

δικαιοσύνη◼◼◼

δίκαιο◼◼◻

δωσιδικία

δικαιοδοσία/αρμοδιότητα/δωσιδικία

igazságtáblázat

πίνακας αληθείας

igazságtalan, alaptalan

άδικος (-η-ο)

igazságtalanság

αδικία◼◼◼

igazságügyi

δικαστικός◼◼◼

indokolt, igazolt

δικαιολογημένος (-η-ο)

ingázók közlekedése

(ημερήσιες παλίνδρομες) μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας

integrált gazdálkodás

ενοποιημένη διαχείριση

ipargazdaságtan

βιομηχανική οικονομία/οικονομικά της βιομηχανίας

ipari hulladékgáz

βιομηχανικά αέρια απόβλητα (απαέρια)

iskolaigazgató

διευθυντής◼◼◼

kérem az összes jegyet és vasúti igazolványt

τα εισητήρια και τις κάρτες παρακαλώ

kettéágazik

διακλαδώνομαι

kettős gazdaság

δυαδική οικονομία

kettős hulladékgazdálkodás

διπλή διαχείριση (των) αποβλήτων

kiigazítás

διόρθωση◼◼◼

kipufogógáz

καυσαέριο/αέριο εξάτμισης

könnygáz

δακρυγόνος

környezetbarát gazdálkodás

φιλική για το περιβάλλον διαχείριση

környezetgazdálkodás

περιβαλλοντική διαχείριση◼◼◼

környezetgazdasági értékelés

οικονομική αποτίμηση του περιβάλλοντος

környezetgazdasági kérdés

ζητήματα (θέματα) περιβαλλοντικής οικονομίας

környezetgazdaságtan

περιβαλλοντική οικονομία/οικονομική του περιβάλλοντος

közgazdaság

οικονομία

közgazdaság-tudomány

οικονομία

οικονομικά

közgazdasági

οικονομικός◼◼◼

közgazdaságtan

οικονομικές επιστήμες◼◼◼

Οικονομικά◼◼◼

οικονομικά/οικονομικές επιστήμες/οικονομολογία/οικονομία

οικονομολογία

Közgazdaságtan

Οικονομικά◼◼◼

közgazdász

οικονομολόγος◼◼◼

közigazgatás

διοίκηση◼◼◼

διαχείριση◼◼◼

δημόσια υπηρεσία◼◼◻

közigazgatási

διοικητικός◼◼◼

5678

Το ιστορικό σας