ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

forral σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
forral

βρασμός◼◼◼

(folyadékot) βράζω (-σω)

βράζω

δοθιήνας

καλόγερος

forral, főz

βράζω

forralt bor

γκλουβάιν

felforral

βράζω

βρασμός

δοθιήνας

καλόγερος

vízforraló

βραστήρας

Το ιστορικό σας