ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felajánl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felajánl

προσφορά◼◼◼

πρόταση◼◼◻

felajánlás

προσφορά◼◼◼

υποχρέωση◼◻◻

προσφέροντας◼◻◻

munkahely felajánlás

προσφορά εργασίας

szeretnénk felajánlani önnek ezt a munkát

θα θέλαμε να σας προσφέρουμε τη δουλειά

Το ιστορικό σας