ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

etán σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
etán

αιθάνιο◼◼◼

etánsav

αιθανικό οξύ◼◼◼

οξικό οξύ◼◻◻

αιθανοϊκό οξύ

etántiol

αιθανοθειόλη◼◼◼

poliuretán

πολυουρεθάνη◼◼◼

Το ιστορικό σας