ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elvág σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elvág

τομή◼◼◼

κουρεύω

κόβω

κόψιμο

felvág

καυχιέμαι

κομπάζω

υπερηφανεύομαι

felvágott

αλλαντικό

Το ιστορικό σας