ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ellensúly σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ellensúly

αντίβαρο◼◼◼

ellensúlyoz

ανισορροπία◼◼◼

μετατόπιση◼◼◻

ellensúlypolitika (emisszió kereskedelem)

πολιτική αντισταθμιστικών οφελών

Το ιστορικό σας