ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elektromos σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elektromos

ηλεκτρικός◼◼◼

ηλεκτρονική◼◼◻

elektromos akkumulátor

ηλεκτρική στήλη

elektromos ellenállás

ηλεκτρική αντίσταση◼◼◼

elektromos energia

ηλεκτρική ενέργεια◼◼◼

ηλεκτρική ισχύς◼◼◻

elektromos energiaellátás

ηλεκτρική τροφοδοσία/παροχή ηλεκτρικής ισχύος

elektromos energiaellátó ipar

μονάδα ηλεκρτοπαραγωγής

elektromos energiatermelés

παραγωγή ηλεκτρισμού (ηλεκτρικού ρεύματος)

elektromos energiatermelés költsége

κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού

elektromos eszközgyártó-ipar

βιομηχανία (παραγωγής) ηλεκτρικών

elektromos gitár

ηλεκτρική κιθάρα

elektromos jármű

ηλεκτρικό όχημα◼◼◼

elektromos kandalló

ηλεκτρική φωτιά

Elektromos mező

Ηλεκτρικό πεδίο◼◼◼

elektromos töltés

ηλεκτρικό φορτίο◼◼◼

elektromos vezeték

ηλεκτρική γραμμή (μεταφοράς ισχύος)

elektromos áram

ηλεκτρικό ρεύμα◼◼◼

elektromos áram fogyasztás

κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας

elektromosság

Ηλεκτρισμός◼◼◼

ηλεκτρισμός (ilektrismós)◼◼◼

ηλεκτρολογία◼◻◻

ηλεκτρισμός/(ηλεκτρικό) φορτίο/ηλεκτρικό ρεύμα

elektromossági számla

λογαριασμός ηλεκτρικού

kérjük kapcsolják ki mobiltelefonjaikat és elektromos készülékeiket

παρακαλώ κλείστε όλα τα κινητά τηλέφωνα και τις ηλεκτρονικές συσκευές

Το ιστορικό σας