ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

csiszol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csiszol

γυαλίζω

csiszolatlan

άξεστος

csiszolóanyag

τραχύς

Το ιστορικό σας