ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

civil σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
civil

πολιτικός◼◼◼

άμαχος◼◼◻

πολίτης

civilizáció

κουλτούρα

πολιτισμός

civilizált

πολιτισμένος (-η-ο)

civilszervezet

μη κυβερνητικές οργανώσεις

Minószi civilizáció

Μινωικός πολιτισμός

Το ιστορικό σας