ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bozót σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bozót

θαμνότοπος

λόχμη

bozót- és gyökérirtás

εκχέρσωση

bozótos terület

μακί/ρεικότοπος/άγρια θαμνώδης περιοχή

bokor / bozót

θάμνος

Το ιστορικό σας