ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beenged σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beenged

αφήνω (-σω) να μπει/περάσει

beengedés

είσοδος◼◼◼

kisállatokat beengednek?

τα κατοικίδια επιτρέπονται;

Το ιστορικό σας