ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

autonóm σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
autonóm

αυτόνομος◼◼◼

autonóm idegrendszer

αυτόνομο νευρικό σύστημα

autonómia

αυτονομία◼◼◼

Το ιστορικό σας