ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

anális σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
anális

πρωκτικός

anális szex

πρωκτική συνουσία (proktikí sinusía)

πρωκτικό σέξ (proktikó sex)

banális

μπανάλ

kanális

διώρυγα

κανάλι

Το ιστορικό σας