ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ahelyett σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ahelyett

αντί◼◼◼

ahelyett, hogy…

αντί να...

ahelyett, hogy tanulnál, tévét nézel

αντί να διαβάζεις, βλέπεις τηλεόραση

helyett: αντί να ahelyett, hogy

αντί

Το ιστορικό σας