ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

agyvelő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
agyvelő

εγκέφαλος◼◼◼

μυαλό

agyvelőbántalom

εγκεφαλοπάθεια◼◼◼

agyvelőgyulladás

εγκεφαλίτιδα◼◼◼

szarvasmarhák szivacsos agyvelőbántalma

σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών◼◼◼

ész, agyvelő

μυαλό (το)

Το ιστορικό σας