ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

aga σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
trágár

χυδαίος

túlzottan magas tetőkémény

υπερβάλλον ύψος καπνοδόχων

útelágazás

πιρούνα

Vagadugu

Ουαγκαντούγκου

vágány

τροχιά◼◼◼

αποβάθρα◼◻◻

εξέδρα

μετατρόχιο

vágás

τομή◼◼◼

αποκοπή◼◻◻

περικοπή◼◻◻

κάθετος◼◻◻

διάταξη◼◻◻

(vágás)érett erdő

δάσος ξυλείας

van magán egészségügyi biztosítása?

έχετε ιδιωτική ασφάλιση;

vigyél el magaddal!

πάρε με μαζί σου! (valahova) πηγαίνω (πάω, πήγα)

virágágyás

παρτέρι

Virágállatok

Κοράλλι

virágárus

ανθοκόμος

ανθοπώλης

virtuális magánhálózat

εικονικό ιδιωτικό δίκτυο◼◼◼

visszavágás

αντιξιφισμός

αποστακτήρας

vmivel együtt, vmi társaságában

παρέα με

789

Το ιστορικό σας