ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

öl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
földrajztudós

γεωγράφος

földrendezés

αναδασμός

földrendezési terv

σχέδιο κατανομής

földrengés

σεισμός (ο)◼◼◼

Εγκέλαδος

σεισμική δόνηση

földrengés elleni szabályozás

αντισεισμικός κανονισμός

földrész

ήπειρος (ípeiros)

földszint

ισόγειο◼◼◼

πάνω

το ισόγειο

földszoros

ισθμός

földsáv

λωρίδα◼◼◼

földtakaró

κάλυψη του εδάφους/κάλυψη εδαφικών εκτάσεων

földtani

γεωλογικός◼◼◼

földtani folyamat

γεωλογικές διαδικασίες

földtani katasztrófa

γεωλογική καταστροφή

földteknő

ορμίσκος

földtervezés

χωροταξία

földtudomány

επιστήμες της γης◼◼◼

földérték

αξία (της) γης

földökológia

οικολογία του εδάφους

földönkívüli

εξωγήινος

földügyekbe való beavatkozás

επέμβαση στο έδαφος

fölmentem a lépcsőn

ανέβηκα τη σκάλα / τις σκάλες / τα σκαλιά

föltehetek egy hülye kérdést?

να σου κάνω μια χαζή ερώτηση;

fölvesz, hord

φοράω (φορέσω)

fölé

πάνω◼◼◼

άνω◼◼◻

υπεράνω◼◻◻

ανωτέρω◼◻◻

fölény

ισχύς◼◼◼

υπεροχή◼◼◼

ανωτερότητα

fölényes

υπεροπτικός

fölösleg

πλεόνασμα◼◼◼

fölösleges

περιττός◼◼◼

παραπανίσιος

fölött

πάνω από◼◼◼

πάνω◼◼◼

6789

Το ιστορικό σας