ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

óda σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
óda

ωδή

altatódal

νανούρισμα

dióda

δίοδος◼◼◼

elektróda

ηλεκτρόδιο◼◼◼

Fénykibocsátó dióda

Δίοδος Εκπομπής Φωτός

használhatom az autódat?

μπορώ να χρησιμοποιήσω το αυτοκίνητό σου; (hasznára válik) ωφελώ (-ήσω), κάνω καλό

lódarázs

αγριομέλισσα

αγριομέλισσα (ágriomélisa)

βόμβος

βόμβος (vómvos)

σερσένι

marószóda

καυστική σόδα◼◼◼

szóda

σόδα◼◼◼

szódabikarbóna

διττανθρακικό νάτριο◼◼◼

szódavíz

σόδα

Το ιστορικό σας