ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ének σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ének

άσμα

τραγούδι (το)

ωδή

ének, zeneszám

τραγούδι (το)

ének / dal

τραγούδι

Énekek éneke

Άσμα Ασμάτων

énekel

τραγουδώ (-άω, -ήσω)

énekelek egy dalt

λέω ένα τραγούδι

énekelek egy kórusban

τραγουδάω με τη χορωδία

énekelni

τραγουδάω

énekes

ο τραγουδιστής (η τραγουδίστρια)

τραγουδίστρια

τραγουδιστής (ο)

énekes madár

ωδικό πτηνό

énekesmadár

ωδικό πτηνό

énekesnő

τραγουδίστρια (η)

τραγουδιστής

énekkar

χορωδία

éneklés

τραγούδι◼◼◼

alkének

Αλκένια

Halogének

Αλογόνα

karénekes

ψάλτης

Madonna (énekesnő)

Μαντόνα

mi az ülésének a száma?

ποιός είναι ο αριθμός της θέσης σας;

miért nem engeded, hogy énekeljek?

γιατί δεν με αφήνεις να τραγουδήσω; (engedélyez) επιτρέπω (-ψω)

már jól vagyok, de még gyengének érzem magam

είμαι πια καλά αλλά νιώθω ακόμα αδύναμος

szeretnének valamit enni?

θα θέλατε κάτι να φάτε;

Το ιστορικό σας