ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

titi σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
titi

emlő

mell

σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (síndromo epíktitis anosologikís anepárkias)

AIDS◼◼◼