ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

pc σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
pc

pc (személyi számítógép)

PCI

PCI◼◼◼

έχω επιφυλάξεις / επιφυλάσσομαι (-χθώ) (+ για vmivel kapcsolatban)

fenntartásaim vannak

πενταχλωροφαινόλη (PCP)

pentaklórfenol◼◼◼