ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

köt σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
kötőszó πως, ότι

hogy

(leköt) κλείνω (-σω), κάνω κράτηση (+ για vmit)

foglal

ρίμα που/ότι δεν ήρθες, (kötőmóddal) να

kár, hogy nem jöttél el