ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(veszít) χάνω (-σω), (veréssel) τρώω (φάω, έφαγα) ξύλω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(veszít) χάνω (-σω), (veréssel) τρώω (φάω, έφαγα) ξύλω

kikap