ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(tévedés) το λάθος, το σφάλμα, (meghibásodás) η βλάβη, (tökéletlenség) το ελάττωμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(tévedés) το λάθος, το σφάλμα, (meghibásodás) η βλάβη, (tökéletlenség) το ελάττωμα

hiba