ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(repülő) απογειώνομαι (-θώ), (járműre) ανεβαίνω (ανέβω, ανέβηκα) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(repülő) απογειώνομαι (-θώ), (járműre) ανεβαίνω (ανέβω, ανέβηκα)

felszáll

Το ιστορικό σας