ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(pl. tévét) ανοίγω (-ξω), ανάβω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(pl. tévét) ανοίγω (-ξω), ανάβω (-ψω)

bekapcsol