ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(pl. sátrat) στήνω (-σω), (mond) στηρίζομαι (-χτώ) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(pl. sátrat) στήνω (-σω), (mond) στηρίζομαι (-χτώ)

állít