ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(pl. autó) ανοίγω (-ξω) ταχύτητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(pl. autó) ανοίγω (-ξω) ταχύτητα

gyorsít