ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(melléknév) σίγουρος-η-ο, βέβαιος-η-ο, (határozószó) σίγουρα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(melléknév) σίγουρος-η-ο, βέβαιος-η-ο, (határozószó) σίγουρα

biztos