ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(melléknév) αυτόματος-η-ο, (főnév) το (αυτόματο) μηχάνημα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(melléknév) αυτόματος-η-ο, (főnév) το (αυτόματο) μηχάνημα

automata