ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(megtölt) γεμίζω (-σω), (akkumulátort) φορτίζω (-σω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(megtölt) γεμίζω (-σω), (akkumulátort) φορτίζω (-σω)

feltölt