ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(megfelelő) σωστός-ή-ό (szép) όμορφος-η-ο, ωραίος (-α-ο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(megfelelő) σωστός-ή-ό (szép) όμορφος-η-ο, ωραίος (-α-ο)

helyes