ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(megfelelő) κατάλληλος-η-ο, (képes) ικανός (-ή-ό) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(megfelelő) κατάλληλος-η-ο, (képes) ικανός (-ή-ό)

alkalmas