ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(földről, járműre) παίρνω (πάρω, πήρα), (ruhát) βάζω (-λω), φορώ (-άω, -έσω), (munkahelyre) προσλαμβάνω (προσλάβω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(földről, járműre) παίρνω (πάρω, πήρα), (ruhát) βάζω (-λω), φορώ (-άω, -έσω), (munkahelyre) προσλαμβάνω (προσλάβω)

felvesz