ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(egyidejűleg) ταυτόχρονα, (ezenkívül, egyszersmind) επίσης σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(egyidejűleg) ταυτόχρονα, (ezenkívül, egyszersmind) επίσης

egyúttal