ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(cipőt) φορώ (-άω, -έσω), βάζω (-λω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(cipőt) φορώ (-άω, -έσω), βάζω (-λω)

felhúz