ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(bíróságon) ο/η δικαστής, (sportban) ο/η διαιτητής σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(bíróságon) ο/η δικαστής, (sportban) ο/η διαιτητής

bíró