ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(autóé) το τιμόνι, (államé) η κυβέρνηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(autóé) το τιμόνι, (államé) η κυβέρνηση

kormány