ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(a létige jövő ideje) θα είμαι, (válik vmivé, történik) γίνομαι (γίνω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(a létige jövő ideje) θα είμαι, (válik vmivé, történik) γίνομαι (γίνω)

lesz