ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(προστατευτική) επικάλυψη/επίστρωση/επίχρισμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(προστατευτική) επικάλυψη/επίστρωση/επίχρισμα

bevonat