ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(αντιπλημυρικό) ανάχωμα/φράγμα/τάφρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(αντιπλημυρικό) ανάχωμα/φράγμα/τάφρος

védőgát