ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(αναγκαστική) απαλλοτρίωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(αναγκαστική) απαλλοτρίωση

kisajátítás◼◼◼