ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

όχημα επαγγελματικής (δημόσιας) χρήσης/δ.χ. σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
όχημα επαγγελματικής (δημόσιας) χρήσης/Δ.Χ.

kereskedelmi jármű