ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ψυκτικό (μέσο) (υγρό) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ψυκτικό (μέσο) (υγρό)

hűtőközeg◼◼◼