ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ψυκτικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ψυκτικό

hűtőfolyadék◼◼◼

hűtővíz◼◻◻

ψυκτικό (μέσο) (υγρό)

hűtőközeg◼◼◼

ψυκτικό έλαιο

hűtőolaj

ψυκτικός

fagyasztó◼◼◼

hűtés◼◼◼

αναψυκτικό

üdítőital

αναψυκτικό (το)

üdítőital

αντιψυκτικό

fagyálló◼◼◼

νερό ψύξης/ψυκτικό ύδωρ

hűtővíz