ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

χτυπώ (-άω, -ήσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
χτυπώ (-άω, -ήσω)

beüt

χτυπώ (-άω, -ήσω) το κουδούνι

csenget

πατώ (-άω, -ήσω), χτυπώ (-άω, -ήσω)

elgázol