ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

χρόνος (ο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
χρόνος (ο)

idő, év (tsz. τα χρόνια)

χρόνος (ο) (tsz: -ια/-οι)

év◼◼◼