ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

χειροτεχνία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
χειροτεχνία

ipar

επιχείρηση (κλάδος) χειροτεχνίας

kézműipar